Ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης του Υποθηκοφυλακείου και Κτηματολογικού Γραφείου Θεσσαλονίκης αφού έλαβε υπόψη του την κοινή υπουργική απόφαση που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Β’ 3877/11-9-2020 (άρθρο 1) αποφασίζει την λειτουργία του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης και του Κτηματολογικό Γραφείου (Κ/Γ) ως εξής:
α) Η κατάθεση εγγράφων και αιτήσεων και παραλαβή πιστοποιητικών θα γίνεται με τη φυσική παρουσία του ενδιαφερόμενου κατά τις ώρες 8:30-13:00, σύμφωνα με το νόμο περί προσωπικών δεδομένων ακολουθώντας τα υγειονομικά μέτρα της πανδημίας για να εξασφαλισθεί η αρχή της προτεραιότητας. Επιπλέον, στο Κ/Γ Θεσσαλονίκης την επίβλεψη για την τήρηση των παραπάνω καθώς και για την φύλαξη και επιτήρηση του χώρου εντός και εκτός αυτού έχει αναλάβει υπάλληλος φύλαξης (security) ο οποίος διατέθηκε από το Ελληνικό Κτηματολόγιο.
β) Η έρευνα στο αρχείο της υπηρεσίας για δικηγόρους θα γίνεται ΜΟΝΟ κατόπιν προγραμματισμένου ραντεβού και θα διαρκεί 30’. Το ραντεβού θα καταχωρείται μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης στη ηλεκτρονική διεύθυνση https://booking.open1.eu/dsth . Για τους δικαστικούς επιμελητές η έρευνα θα γίνεται με σειρά προτεραιότητας στους υπολογιστές που παραχωρήθηκαν γι’ αυτούς στο Υποθηκοφυλακείο και στο Κ/Γ.
Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να προσέρχονται στο καθορισμένο ραντεβού ακριβώς την καθορισμένη ώρα και όχι πολύ νωρίτερα για την αποφυγή συνωστισμού. Κατά την προσέλευσή τους πρέπει να έχουν οπωσδήποτε την ταυτότητά τους (αστυνομική ή επαγγελματική). Τέλος, οφείλει κάθε προσερχόμενος στην υπηρεσία να τηρεί τις οδηγίες και τα υγειονομικά μέτρα τα οποία έχουν ήδη ανακοινωθεί για την προστασία από την πανδημία.
Πρέπει να τηρούνται τα ακόλουθα υγειονομικά μέτρα σύμφωνα με την από 8.9.2020 εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19: 1) Υποχρεωτική χρήση μη ιατρικής μάσκας ή ασπίδας προστασίας προσώπου, 2) διαθεσιμότητα αλκοολούχου αντισηπτικού διαλύματος σε όλους τους χώρους, 3) τήρηση ενάμισι (1,5) μέτρου απόστασης μεταξύ φυσικών προσώπων, 4) καθορισμός ανώτατου ορίου εισερχομένων εντός μικρών αιθουσών στα είκοσι έως εικοσιπέντε (20-25) άτομα, με ανάλογη αύξηση αριθμού ατόμων για τις μεγαλύτερες αίθουσες.